Τελευταία ενημέρωση: 19 Μαΐου 2018
Βασίλης Παπακωνσταντίνου – Βιογραφία
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου του 1950 στο χωριό Βάστα της Αρκαδίας κοντά στη Μεγαλόπολη. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε εκεί (έως τα 7 του) και μερικές εμπειρίες του απ’ αυτά τις έκανε τραγούδια, όπως τη “Σφεντόνα”.
Στα 12 του χρόνια πήρε την πρώτη του κιθάρα. Αργότερα επειδή του άρεσε η μουσική συμμετείχε σε διάφορα συγκροτήματα της εποχής όπου έκανε και τα πρώτα του μουσικά βήματα. Το πρώτο του συγκρότημα το ονόμασε CROSSWORDS όπου τραγουδούσαν σε Ιταλικό στίχο σε διάφορα clubs.
Η εφηβεία του σημαδεύτηκε από το μουσικό και κοινωνικό ρεύματα της δεκαετίας του ’60. Μίκης Θεοδωράκης, ροκ της αμφισβήτησης, παγκόσμια φιλειρηνικά και απελευθερωτικά κινήματα, και μια Ελλάδα που προσπαθούσε βιαστικά να κλείσει πληγές και να αρχίσει να ελπίζει. Η Αριστερά επεδίωκε να στεγάσει και να δώσει προοπτική στις διάσπαρτες απογοητεύσεις μέσα από μια κουλτούρα ευαισθησίας και διεκδίκησης. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου την ακολούθησε χωρίς ποτέ να ενταχτεί σε κάποιο από τα κόμματα της.
Άρχισε να τραγουδάει έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Το 1973 μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, πήγε στη Γερμανία – στο Μόναχο όπου συμμετείχε σε επιτροπές αντιδικτατορικού αγώνα, τραγουδώντας παράλληλα σε πολλά στέκια Ελλήνων φοιτητών και ομογενών.
Η πρώτη του σημαντική γνωριμία έγινε το καλοκαίρι του 1974, συναντώντας, στο Παρίσι, το Μίκη Θεοδωράκη. Η συνεργασία τους όμως έμελλε να αρχίσει δύο χρόνια αργότερα.
Το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε ουσιαστικά την επαγγελματική του πορεία στο τραγούδι. Τραγούδησε σε μπουάτ και ηχογράφησε ένα μικρό δίσκο 45 στροφών. Την ίδια χρονιά συμμετέχει στην ηχογράφηση του δίσκου του Μάνου Λοϊζου «Τα τραγούδια του δρόμου».
Το 1975 ηχογράφησε «Τα αγροτικά» του Θωμά Μπακαλάκου. Την ίδια εποχή γνώρισε δυο συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε στενά στην πορεία του. Τον Μάνο Λοϊζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Δύο συνθέτες που σίγουρα κόμιζαν έναν φρέσκο ήχο στο ελληνικό τραγούδι. Χωρίς να ακολουθούν πιστά τα χνάρια του λαϊκού ή του έντεχνου, έγραψαν τραγούδια που, διατηρώντας το ήθος των τραγουδιών των σημαντικών προγενεστέρων τους συνθετών, ανίχνευσαν τους καινούργιους τρόπους για το τραγούδι της μεγάλης πόλης. Η ερμηνεία του Παπακωνσταντίνου ήταν ιδανική για να εκφράσει το δυναμισμό αλλά και τη λυρικότητά τους.
Το 1976 συνεργάστηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία με το Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Της εξορίας», και το 1978 ο συνθέτης τον επέλεξε για την παγκόσμια περιοδεία του. Τραγούδησε σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία. Στην Ελλάδα, συμμετείχε ενεργά σε εκδηλώσεις του νεολαιίστικου και του εργατικού κινήματος. Τραγούδησε σε απεργίες, συγκεντρώσεις και συναυλίες αλληλεγγύης κατά του ρατσισμού και του φασισμού. Από εκείνη την εποχή, λίγο πριν το πέρασμα στη δεκαετία του ’80, αρχίζει να εκδηλώνει τις επιρροές του από τη διεθνή ροκ μουσική σκηνή.
Ερμηνεύει τραγούδια με ήχο σαφώς πιο ηλεκτρικό και στίχο πιο αιχμηρό και πιο παρεμβατικό. Αυτό γίνεται σταδιακά, ξεκινώντας με. δύο δίσκους που κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Ο πρώτος είχε ως τίτλο το όνομα του και περιλάμβανε τραγούδια του Αντώνη Βαρδή, και διασκευές τραγουδιών του Διονύση Σαββόπουλου και του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Δεύτερος, το «Φοβάμαι»», με τραγούδια του Μάνου Λοϊζου, του Λάκη Παπαδόπουλου, του Γιάννη Ζουγανέλη και του Γιάννη Γλέζου, θεμελιώνουν και ορίζουν την μετέπειτα πορεία του μέχρι σήμερα.
Γνωρίστηκε με τον Νικόλα Ασιμο, και συμμετείχε στον πρώτο του δίσκο «Ο Ξαναπές» -ερμηνεύοντας δύο τραγούδια. Ο Ασιμος ήταν ο δεύτερος άνθρωπος, μετά τον Λοϊζο, που τον επηρέασε αρκετά με την ιδιότυπη προσωπικότητά του.
Το 1984 με την «Διαίρεση» ο καινούργιος ήχος του αποκρυσταλλώνεται πια. Το 1987 το επαληθεύει με τα «Χαιρετίσματα» , με τραγούδια δικά του, του Νικόλα ‘Ασιμου, της Αφροδίτης Μάνου και του Χρήστου Τόλιου.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου αρχίζει να εδραιώνεται ως ένας κατ’ εξοχήν “συναυλιακός” καλλιτέχνης.Θα λέγαμε ότι για πρώτη φορά, μετά τις μεγάλες συναυλίες της μεταπολίτευσης, τα γήπεδα ξαναγεμίζουν κόσμο. Τον Απρίλιο του 1985, 16.000 θεατές συγκεντρώνονται στην πρώτη του μεγάλη προσωπική συναυλία, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Το επαναλαμβάνει τον Ιούνιο του 1986 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Από τότε, οι συναυλίες του αποτελούν γεγονότα και σημεία αναφοράς της μαζικότητας. Το στοίχημα με τους μεγάλους χώρους κυρίως γήπεδα το κερδίζει κάθε χρόνο μέχρι σήμερα.
Ενώνει τρεις γενιές φίλων του, δημιουργώντας πάντα έναν ισχυρό πυρήνα ακροατών που αποτελείται κυρίως από αρκετά “μελετημένους” εφήβους. Το τέλος της δεκαετίας του 80 τον βρήκε να ερμηνεύει τα “σκληρά” τραγούδια του Κώστα Τριπολίτη, με μουσική του Θάνου Μικρούτσικου.
Μεσολάβησαν το «Χορεύω» και τα «Χρόνια Πολλά» και μετά το γύρισμα της καινούργιας δεκαετίας, τραγούδησε για δεύτερη φορά – μετά το 1978 στο «Σταυρό του Νότου»- Νίκο Καββαδία και Θάνο Μικρούτσικο.
Παρά το γεγονός ότι τα τραγούδια του τα τελευταία χρόνια ακολουθούν τον “ήχο” των μεγάλων χώρων, δε δίστασε να ηχογραφήσει δύο δίσκους με μελοποιημένα ποιήματα δύο εκ των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών. Το δίσκο «Καρυωτάκης» το 1984 και το «Φυσάει»» το 1993, με ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη και μουσική του Γιώργου Τσαγκάρη.
Ερμήνευσε πάλι Νικόλα Άσιμο το 1992 στο «Φαλιμέντο του κόσμου» και στα χρόνια της δεκαετίας του 90 κυκλοφόρησε τη «Σφεντόνα» το 1992 και το «Δε Σηκώνε»ι το 1994, με συνεργάτες του τους Αλκη Αλκαίο, Χριστόφορο Κροκίδη, Βασίλη Γιαννόπουλο, Σταμάτη Μεσημέρη, Αφροδίτη Μάνου, Οδυσσέα Ιωάννου, Μίνω Μάτσα.
Τον Απρίλιο του 1997 κυκλοφορεί ο δίσκος με τίτλο «Πες μου ένα ψέμα να αποκοιμηθώ» και περιλαμβάνει τραγούδια του Νικόλα Ασιμου, του πρωτοεμφανιζόμενου Απόστολου Μπουλασίκη, του Σταμάτη Μησημέρη, του Γιάννη Ιωάννου, του Βασίλη Γιαννόπουλου, του Χριστόφορου Κροκίδη καθώς και το «Μάλιστα Κύριε» του Γιώργου Ζαμπέτα και του Αλέκου Καγιάντα.
Tον Ιανουάριο του 1999 κυκλοφόρησε ο δίσκος με τίτλο «Να με φωνάξεις» με τραγούδια του Βασίλη, του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Χριστόφορου Κροκίδη , Αποστόλη Μπουλασίκη σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, Οδυσσέα Ιωάννου, Βασίλη Γιανόπουλου και Ιάκωβου. Αυλητή ενώ τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου κυκλοφορεί η «Θάλασσα στη σκάλα», δουλειά στην οποία για ακόμη μια φορά συνεργάζεται ο Βασίλης με τον Θάνο Μικρούτσικο σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου.
Ένα χρόνο αργότερα οι «Χαμένες Αγάπες» κάνουν την εμφάνισή τους στα ράφια των δισκοπωλείων. Ο Χριστόφορος Κροκίδης, στενός συγεργάτης του Βασίλη για 20 σχεδόν χρόνια υπογράφει τη μουσική και ο Βασίλης Γιανόπουλος τους στίχους. Ακολουθεί δυο χρόνια αργότερα, το 2002, το «Προσέχω Δυστυχώς» σε στίχους και μουσική του Μάνου Ξυδους.
Το 2003 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου γιόρτασε τα 30 του χρόνια στη δισκογραφία με μια μοναδική συναυλία στην Πετρούπολη, όπου παρέα με 10.000 φίλους του μας θύμισε στιγμές από όλη του την μέχρι τότε πορεία του στο τραγούδι.
Το 2004 κυκλοφορεί το άλμπουμ «Φρέσκο Χιόνι». Περιλαμβάνει 13 τραγούδια σε στίχους Μαριανίνας Κριεζή, Γιώργου Ανδρέου, Κώστα Λειβαδά, Νίκου Ζούδιαρη, Οδυσσέα Ιωάννου, Νίκου Ζιώγαλα και Μανώλη Φάμελου ενώ επίσης περιλαμβάνονται δυο διακσευές, μία του Οδυσσέα Ιωάννου με το «Σ’ αγαπάω ακόμα» καθώς και το «Πως να σωπάσω» σε στίχους Κώστα Κινδύνη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου.
Τον Μάιο του 2005 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου έδωσε μια εντυπωσιακή συναυλία στο Ηρώδειο με τη συνοδεία πολλών αξιόλογων μουσικών, της Femin Arte υπό την διεύθυνση του Γιώργου Γεωργιάδη και με την ενορχίστρωση του Νίκου Καλαντζάκου. Η συναυλία ηχογραφήθηκε και στα τέλη του ίδιου χρόνου κυκλοφόρησε σε διπλό cd και dvd.
Μάρτιος 2007 κυκλοφορεί ο δίσκος “Μετωπική” ο οποίος κρύβει μια σύγκρουση.Του ανθρώπου που με τέρμα τα γκάζια θα φεύγει προς την ελευθερία του και θα συναντάει την καλλιτεχνική του συνέπεια. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου συγκρούεται μετωπικά και δεν παθαίνει ούτε γρατζουνιά γιατί φοράει ζώνη ασφαλείας.